Νίκος Ιωαννίδης
Η Αισθητική παιδεία μοιάζει με τα μωρά και το φαγητό. Στην αρχή θέλουν μόνο το στήθος τής μητέρας. Κάθε άλλη γεύση τούς προκαλεί αποστροφή. Μετά αρχίζουν τίς φρουτόκρεμες, θα τίς φτύσουν λίγες φορές, αλλά η θρέψη και τα αρώματα τών φρούτων μαζί με τήν επιμονή τών γονέων, θα τα κάνουν στο τέλος να τούς αρέσουν και να τίς ζητάνε. Στη συνέχεια έρχονται τα υπόλοιπα φαγητά, το καθένα με τις δυσκολίες του μέχρι να το συνηθίσει, και έτσι, αναλόγως με τις διατροφικές συνήθειες τών γονέων τού μωρού, διαμορφώνεται σιγά – σιγά το γευστικό γούστο του, ή η διατροφική του κουλτούρα.
Όταν μεγαλώσει ενδεχομένως ταξιδέψει σε άλλα μέρη με άλλες διατροφικές συνήθειες, τις οποίες θα υιοθετήσει ή θα απορρίψει, πάλι βάσει τών εφοδίων που πήρε από το σπίτι του. Αν πχ έμαθε να επικρίνει κάτι από τη μορφή χωρίς να έχει ιδέα για το περιεχόμενο, δεν θα δοκιμάσει ποτέ κάποια από τα πιο διάσημα εδέσματα τού πλανήτη, θα είναι σίγουρος μάλιστα ότι όσοι τα τρώνε είναι κατώτεροι άνθρωποι. Αν πάλι έμαθε ότι πριν διατυπώσουμε μία κρίση θα πρέπει να γνωρίζουμε καλά αυτό που θα κρίνουμε, θα δοκιμάσει τα περίφημα εδέσματα, θα εμπλουτίσει τη γευστική του εμπειρία, θα μοιραστεί με τούς συνδαιτυμόνες του την πρωτόγνωρη για αυτόν χαρά. Ακόμα και αν αυτό που δοκίμασε τού “βρώμισε”, θα επιμείνει και δεύτερη φορά προσπαθώντας να βρει τί έχει αυτό το πράγμα και το κάνει να το λατρεύουν εκατομμύρια άνθρωποι. Και συνήθως όταν κάποιος επιμένει βρίσκει!
Όλα τα παραπάνω εφαρμόζονται ακριβώς και στην αισθητική παιδεία. Αν πάς από το μητρικό γάλα κατευθείαν στη μπριζόλα είναι σίγουρο ότι θα την φτύσεις!
Στην Ελλάδα όμως, τη χώρα όπου γεννήθηκε η (διεθνής τούς τελευταίους αιώνες) λέξη Αισθητική, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ζήσαμε μία βάρβαρη αλλαγή στα πράγματα που απαιτούνται για να υπάρξει αισθητική παιδεία. Από το 1945 (μετεμφυλιακό κράτος) η ύπαιθρος μέσα σε λίγα χρόνια μισοάδειασε και από το 1970 προοδευτικά αποάδειασε. Οι άνθρωποι τών χωριών που παρήγαγαν επί αιώνες αισθητική, έφυγαν για το “όνειρο τής ζωής στην πόλη”, όπου έπρεπε να προσαρμοστούν απότομα! Ήταν ντροπή να φαίνεσαι χωριάτης, κάθε τι που θύμιζε χωριό έπρεπε να εξαλειφθεί! Μαζί και η αισθητική τού χωριού! Το χωριατόσπιτο έπρεπε να επειγόντως να γίνει διαμέρισμα (ακόμα και αν εξακολουθούσες να μένεις στο χωριό! Κι όταν δεν το έκανες διαμέρισμα, το έκανες σαν διαμέρισμα!), το μουσκέτο έπρεπε επειγόντως να γίνει ψυγείο, κ.ο.κ.
Στη θέση τής χαμένης αισθητικής μπήκαν τα προϊόντα τής “προόδου” κι ο αγώνας απόκτησης τους.
Πχ. Στις δεκαετίες τού 60 και του 70 κυκλοφορούσαν ελάχιστα αυτοκίνητα στην Ελλάδα, όλοι όμως οι νέοι άνδρες ήξεραν καλά τα τελευταία μοντέλα τής κάθε μάρκας τού καιρού και διαφωνούσαν με τις ώρες για το μοντέλο με τα πιο “προηγμένα χαρακτηριστικά” και το πιο αεροδυναμικό σχήμα, κι ας μην ήταν στα σχέδια τους ή στις δυνατότητές τους να τα αποκτήσουν. Η μόδα ήταν η νέα “αισθητική”.
Έλα όμως που η ίδια η “πρόοδος” δεν ήλθε ποτέ στην Ελλάδα αυτοπροσώπως!
Μόνο “αντιπρόσωποι” έρχονται, τα “βιομηχανικά αγαθά”. Τα οποία “αναγκάζουν” αυτόν που πχ με 100 στρέμματα ελιές ζούσε μια χαρά, να δίνει ολόκληρο το εισόδημα του πέντε ή και δέκα ετών για να πάρει μία Μερσεντές, ώστε να ανέβει στα μάτια τών χωριανών του. Ή για να χτίσει ένα έκτρωμα που μολύνει το τοπίο σε ακτίνα χιλιομέτρων, αλλά που για τον ίδιο είναι “το πιο όμορφο και τεχνολογικά εξελιγμένο από όλα τα σπίτια τού χωριού”.
Και έλα που η ίδια η “πρόοδος” ΕΙΝΑΙ η αισθητική της, η οποία αισθητική με τη σειρά της ΕΙΝΑΙ ο τρόπος ζωής!
Και έλα που όταν αντί να ζεις σε μία κοινωνία που παράγει “πρόοδο”, απλώς αγοράζεις τα προϊόντα της ζώντας σε κοινωνία που πολεμάει την παραγωγή “προόδου”, είναι σαν κάποιος να έχει πχ 10- 20 φωτογραφίες (τα αγορασμένα προϊόντα) από πλάνα μίας ταινίας διάρκειας 100 ωρών και να πιστεύει ότι έχει, όχι μόνο συνολική εικόνα τής ταινίας, αλλά και την μοναδική σωστή γνώμη για αυτήν!
Αυτή ακριβώς είναι η σχέση του νεοέλληνα με την “πρόοδο” και την αισθητική της. Βρέφος που από το γάλα πήγε κατευθείαν στα χάμπουργκερ και έμεινε εκεί! Έχοντας χάσει κάθε ενδιάμεσο στάδιο και έχοντας νεκρώσει τούς περισσότερους γευστικούς θυλάκους του!
Αγνοώντας πλήρως την ταινία, την πλοκή και τούς πρωταγωνιστές της! Και κάθε φορά που τού δείχνουν ένα κομμάτι τής ταινίας, αυτός σοκάρεται, κραδαίνει περήφανος τις 20 φωτογραφίες του (που χαράμισε ολόκληρη ζωή για να τις αγοράσει), και φωνάζει ότι άλλη ιστορία τού λένε αυτές και ότι είναι η ταινία που τα δείχνει …λάθος!
Και δεν θα τον προβληματίσει ποτέ ούτε καν το γεγονός ότι ζει στις πιο υποβαθμισμένες αισθητικά και λειτουργικά πόλεις τής Ευρώπης. Τού αρκεί που το διαμέρισμά του έχει “τα πιο σύγχρονα” μπιχλιμπίδια. Ή που έτσι νομίζει. Συμπληρώνει και την εικόνα με λίγο από αρχαία Ελλάδα που “τούς έδωσε τα φώτα” και ζει ένα “μεγαλείο” που υπάρχει όμως τελικά μόνο μέσα στο κεφάλι του, την ώρα που όλες οι μετρήσεις τον κατατάσσουν στους πιο δυστυχισμένους και αγχωμένους λαούς παγκοσμίως.
Έχουμε όμως τις τελετές για να ξεχνιόμαστε! Ιδίως αυτές που μάς δίνουν ευκαιρία να θυμίσουμε στους άλλους κάτι από την ανωτερότητα μας, ώστε να ισορροπεί το κόμπλεξ κατωτερότητας! Ιδίως δηλαδή τις τελετές έναρξης Ολυμπιακών αγώνων από το 2004 και μετά.
Διότι το 2004 ήταν μία πραγματικά ιστορική στιγμή για μάς: Ήταν η πρώτη φορά που η πλειονότητα τού ελληνικού λαού ήρθε σε επαφή με ένα τεράστιο καλλιτεχνικό πρότζεκτ σύγχρονης αισθητικής και μάλιστα ελληνικής παραγωγής! Και έμεινε με το στόμα ανοιχτό! Το ότι μάλιστα το πρότζεκτ αυτό άφησε με το στόμα ανοιχτό και τον υπόλοιπο κόσμο τότε, είναι κάτι που δεν μάς συμβαίνει συχνά. Ασχέτως βέβαια τού γεγονότος ότι αν έπαιρνες λίγες μέρες πριν τον κάθε Έλληνα θεατή ξεχωριστά και τού έδειχνες αποσπάσματα χωρίς να τού πεις ότι είναι για την Ολυμπιάδα, η μέση αντίδραση θα ήταν η απορία ή η βαρεμάρα.
Το πλαίσιο πλέον φτιάχνει το έργο πολύ περισσότερο από όσο το έργο το πλαίσιο!
Κι είμαστε τώρα στο 2024, με την περιουσία εκείνης τής ιστορικής παράστασης (σκηνικά, κοστούμια, μακέτες κλπ, κλπ), αντί να εκτίθεται σε σχετικό μουσείο ή άλλον χώρο, να είναι λεηλατημένη ή φαγωμένη από τα ποντίκια, και τον νεοέλληνα να ξεσηκώνεται όχι επειδή τα φάγαν οι επιτήδειοι και τα ποντίκια, αλλά επειδή η τελετή έναρξης τού Παρισιού ήταν χειρότερη από τη δική μας!
Και να μην περνάει καν από το μυαλό του ότι από την επαύριο τών Αγώνων, οι Γάλλοι θα αρχίσουν να κόβουν εκατομμύρια εισιτήρια για τούς τουρίστες που θα θέλουν να δουν τα κοστούμια και τις μακέτες τους.
Και να μην σκέφτεται ούτε καν τα στοιχειώδη πριν κάνει τίς συγκρίσεις!
Να μην βλέπει τον ελέφαντα στο δωμάτιο!
Ότι δηλαδή το Παρίσι είναι σταθερά η πόλη που μαζεύει τους περισσότερους επισκέπτες παγκοσμίως εδώ και περισσότερα από 120 συνεχόμενα χρόνια. Κι ότι ο λόγος για αυτό είναι η ίδια η πόλη!
Κι ότι όταν διοργανώνεις ένα γεγονός με την επικοινωνιακή εμβέλεια μιας Ολυμπιάδας σε μία τέτοια πόλη- κόσμημα, θα είσαι ηλίθιος αν δεν την κάνεις καμβά και πρωταγωνιστή τών εκδηλώσεων και περιορίσεις τις εκδηλώσεις σε ένα στάδιο.
Ο,τι στάδιο και να φτιάξεις θα είναι ένα στάδιο, εντυπωσιακά στάδια ξέρουν πλέον να φτιάχνουν όλοι. Και η εικόνα που μένει στη μνήμη όλων από κάθε Ολυμπιάδα, είναι η αχνή εικόνα ενός σταδίου, καμιά φορά μάλιστα μπερδεύονται και τα στάδια στο μυαλό μας. Τίποτα πάντως δεν μένει από την πόλη!
Ακόμα και στην υπέροχη παράσταση τού 2004 ενώ η Ελλάδα ως αφηρημένη έννοια σού έμενε και μάλιστα έντονα, η Αθήνα σχεδόν απουσίαζε.
Και πώς να μην απουσίαζε;
Φαντάζεστε την ασχήμια αν ο Δημήτρης Παπαϊωάννου ήθελε να κάνει την παράσταση διασχίζοντας την αυθαίρετη Αθήνα αντί να την κάνει στο ΟΑΚΑ;
Δώστε Παρίσι στον λαό ήταν λοιπόν η κεντρική ιδέα, αυτό έγινε, και τούς υπεραρκεί!
Ακόμα και τα πιο εξεζητημένα shows (είτε αυτά που είδαμε είτε άλλα που θα μπορούσαν να είναι στη θέση τους), ακόμα και οι διαμάχες για προσβολές που ένιωσαν διάφοροι, θα ξεχαστούν μέσα στον κατακλυσμό τών shows και τών προσβολών τής εποχής μας.
Οι μαγικές εικόνες τής πόλης θα μείνουν!
Και θα μείνουν, όχι επειδή οι Γάλλοι έχουν Παρίσι, αλλά κυρίως επειδή δεν σταματάν ποτέ να το βελτιώνουν, κι ας το έχουν προ πολλού μετατρέψει σε μία πόλη όπου ο πεζός είναι ο βασιλιάς ενός απέραντου ολοζώντανου μουσείου.
Αντί λοιπόν εμείς να τα βάζουμε με την πολιτεία για το ότι η Αθήνα και κοντά της όλες οι ελληνικές πόλεις όλα αυτά τα χρόνια γίνονται όλο και πιο αβίωτες θυμίζοντας όλο και περισσότερο σκυλάδικο, ή έστω για το ότι η κληρονομιά τού 2004 κατέληξε στα ποντίκια, τα βάζουμε με τούς… Γάλλους επειδή “η τελετή έναρξης δεν έπιανε μία μπροστά στη δική μας ή ήταν κιτς ή υβριστική”!
Κι ας μην καταλάβαμε τίποτα από την γαλλική τελετή λόγω τού απαράδεκτου επιπέδου και τής μεταδιδόμενης αμηχανίας τών τηλεπαρουσιαστών μας (τα κόκκαλα τού Διακογιάννη έτριξαν πολύ δυνατά, σκόνη μάλλον έγιναν από το τρίξιμο!!!), αλλά βεβαίως και λόγω τών 10-20 “φωτογραφιών” που λέγαμε πιο πάνω.
Κι ας μην έχουμε καταλάβει, ούτε καν μετά από 20 ολόκληρα χρόνια επαναλήψεων, την ελληνική τελετή!
Διότι αν το χρονικό τής προετοιμασίας και οι συμβολισμοί τής τελετής, (τα οποία σοφά έδωσε ο Δημήτρης Παπαϊωάννου στη δημοσιότητα, μόνο αφού πέρασαν 2 δεκαετίες), είχαν γνωστοποιηθεί από τότε, η τελετή έναρξης θα είχε μείνει στην Ιστορία ως η αφορμή τού τελευταίου εμφυλίου μας πολέμου…
Λίγοι θα το διαβάσουν το χρονικό, λιγότεροι θα το καταλάβουν! Ευτυχώς εδώ που τα λέμε, γιατί στη χώρα μας ποτέ δεν είναι αργά για έναν ακόμη εμφύλιο… Ο φερετζές τής Μαριωρής προσφέρεται πάντα για αφορμή!..
Υγ. Τα εισαγωγικά στο “πρόοδος” κάθε φορά που εμφανίζεται η λέξη στο κείμενο, οφείλονται στο ότι η αληθινή σημασία τής λέξης είναι διαφορετική από αυτή που ασαφώς τής αποδίδεται όταν αναφερόμαστε στη μεταβιομηχανική εποχή ως εποχή τής προόδου. Με αυτή την ασαφή έννοια την χρησιμοποιώ, για αυτό και τα εισαγωγικά.