(Όταν η Ήπειρος έγραφε Ιστορία και δεν το κατάλαβε ούτε μετά από 30 χρόνια)
Νίκος Ιωαννίδης
Στο προηγούμενο άρθρο «Η Ήπειρος (Βόρεια και Νότια) και η ατζέντα του Εφιάλτη» (όπως εμπεριστατωμένα αποκαλέσαμε τον Σαμαρά) παρουσιάστηκε συνοπτικά το πώς αυτή η ατζέντα παγίδευσε επί 35 χρόνια τις ελληνοαλβανικές σχέσεις σε μία στείρα αντιπαράθεση εθνικιστικών συνθημάτων και ρητορική μίσους. Αναφερθήκαμε επίσης επιγραμματικά στη μοναδική περίοδο (1993-96), κατά την οποία ξεφύγαμε από αυτή την ατζέντα, καθώς και σε κάποια από τα θεαματικά αποτελέσματα που είχαμε. Όπως υποσχεθήκαμε, σήμερα θα αναφερθούμε αφενός πιο εκτεταμένα στην περίοδο αυτή και τη διαφορετική ατζέντα (που την έβαλε όχι ο τότε υπουργός Εξωτερικών Κάρολος Παπούλιας όπως θα περίμενε κανείς, ο οποίος απλώς σιωπηλά συναίνεσε, αλλά ο φωτισμένος τότε περιφερειάρχης Ηπείρου αείμνηστος Στέλιος Τσιτσιμελής), αφετέρου στο πώς οι διάδοχοι επέστρεψαν στην ατζέντα τού Εφιάλτη με εξόφθαλμο αποτέλεσμα όσα χρόνια η Αλβανία προοδεύει με άλματα, η Ελλάδα και η Ήπειρος να παρακμάζουν με άλματα..
Η ατζέντα αυτή βέβαια ήταν αποτέλεσμα της βαθιάς μόρφωσης, τής ευρύτητας τών πολιτικών οριζόντων, της σπάνιας διορατικότητας και τού μοναδικού ήθους τού Τσιτσιμελή, ιδιότητες που απουσιάζουν τόσο από την κεντρική Κυβέρνηση, όσο και από τον ισόβιο περιφερειάρχη μας, ωστόσο επειδή η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, νιώθω υποχρεωμένος να την παρουσιάσω.
Η βαθιά του μόρφωση τού επέτρεπε να γνωρίζει ότι η γεωγραφική Ήπειρος (που η μισή ανήκει στο Αλβανικό κράτος) υπήρξε ένας από τούς πιο επιδραστικούς χώρους για τη διαμόρφωση τής Ιστορίας, και να το βλέπει αυτό ρεαλιστικά, κοσμοπολίτικα και όχι με τις παραμορφώσεις που βάζει ο στείρος εθνικισμός. Όχι δηλαδή μόνο επειδή η ίδρυση του μαντείου της Δωδώνης σηματοδοτεί την αρχή του Ελληνικού πολιτισμού κατά τη διεθνή βιβλιογραφία, ή επειδή οι Χάονες κι οι Μολοσσοί ήταν από τα πιο αρχαία ελληνικά φύλα, αλλά και επειδή η γεωγραφία αποφάσισε διάφορα πράγματα στη συνέχεια, όπως να γίνει στον Αμβρακικό κόλπο η ναυμαχία που έκρινε αν πρωτεύουσα τού κόσμου θα έμενε η Ρώμη ή θα γίνονταν η Αλεξάνδρεια, να είναι το ορμητήριο του Ιουστινιανού όταν ανασύστησε την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, να γίνει ο χώρος τού Δεσποτάτου μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, να αποτελεί τον χώρο που επί Αλή Πασά φόβισε τον Σουλτάνο για ανεξαρτητοποίηση και, έμμεσα μεν ανεκτίμητα δε, βοήθησε το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης. Με δύο λόγια ο Τσιτσιμελής ήξερε καλά ότι η Ήπειρος βρίσκεται στο κέντρο βάρος ολόκληρης της Μεσογείου, της λεκάνης που παρήγαγε αν όχι την Παγκόσμια Ιστορία, οπωσδήποτε την Ευρωπαϊκή.
Ήξερε ότι στη διάρκεια των χιλιάδων αυτών χρόνων και των αυτοκρατοριών οι πληθυσμοί δεν γνώριζαν σύνορα και αναμειγνύονταν ή μετακινούνταν είτε με τη θέλησή τους, είτε βίαια με απόφαση τού εκάστοτε Αυτοκράτορα ή Σουλτάνου ή άλλου προσωρινού κυρίαρχου. Ήξερε ότι στη γεωγραφική Ήπειρο μέχρι το 1930 ακόμα, οι γλώσσες που ακούγονταν ήταν Ελληνικά, Αρβανίτικα, Βλάχικα, Εβραίικα και Τούρκικα και ότι οι περισσότεροι μιλούσαν τουλάχιστον δύο από αυτές, ήξερε ότι η Ελληνική Ήπειρος και η Αλβανία μέχρι το 1912 ήταν ένα «κράτος» κομμάτι του μεγάλου κράτους τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ότι οι πληθυσμοί των δύο χώρων που εδώ και μόνο εκατό χρόνια ανήκουν σε διαφορετικές χώρες λειτουργούσαν ενιαία, είχαν ίδια σε γενικές γραμμές κουλτούρα και έχουν συνυπάρξει ειρηνικά επί χιλιάδες χρόνια. Ήξερε βεβαίως και για τις σφαγές με τούς Τσάμηδες, όμως αυτές έγιναν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν σφάχτηκαν όλοι με όλους, όταν σφαχτήκαμε ακόμα και μεταξύ μας, αυτές είναι μηδέν σε σύγκριση με χιλιάδες χρόνια ειρηνικής συμβίωσης και αλληλεπίδρασης. Ήξερε καλά ότι η γειτονική χώρα έζησε σχεδόν 40 χρόνια πλήρως απομονωμένη και ότι αυτά τα χρόνια στη γεωγραφική Ήπειρο μπήκε για πρώτη φορά ένα διαχωριστικό τείχος, πιο αδιαπέραστο κι από το τείχος τού Βερολίνου. Ήξερε όμως ταυτόχρονα ότι παρά την πλήρη κατάρρευση στην οποία βρίσκονταν τότε η Αλβανία, ο Αλβανικός λαός θα πρόκοβε και μάλιστα γρήγορα.
Και η ευρύτητα των πολιτικών του οριζόντων σε συνδυασμό με την σπάνια διορατικότητά του τον έκαναν να βλέπει προοπτικά ως πλήρες μέλος τής ΕΕ, όχι μόνο την Αλβανία, αλλά και όλες τίς χώρες τής Αδριατικής που τότε ανήκαν στην πρώην Γιουγκοσλαβία και πολεμούσαν μεταξύ τους για να γίνουν χώρες. Και ότι αυτό θα είναι για το συμφέρον και τής Ελλάδας και τής ΕΕ, εάν ποτέ η ΕΕ γίνει πλήρης πραγματικότητα. Ότι το όραμα είναι τα σύνορα να τα περνάμε με μία ταυτότητα και να πηγαίνουμε εμείς για καφέ στην Αλβανία κι οι Αλβανοί σ’εμάς. Και μέσα από οικοδόμηση σχέσεων και συνεργασιών σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων οι δύο χώρες να συνεργαστούν ώστε κάποια στιγμή η ελληνική Ήπειρος και η Αλβανική Ήπειρος να γίνουν ένα τεράστιο παγκοσμίως προβεβλημένο γεωφυσικό και πολιτιστικό «πάρκο» της Ευρωπαίκής Ένωσης συναποτελώντας τη γεωγραφική Ήπειρο όπως ήταν ανά τούς αιώνες, πάρκο γεμάτο ελληνικές και ρωμαϊκές αρχαιότητες, βυζαντινά μνημεία, παραδοσιακή αρχιτεκτονική και προικισμένο από τις μοναδικές ομορφιές τής Πίνδου και τών νερών της.
Αυτά λοιπόν όταν τα έχεις όραμα το 1993 την ώρα της πλήρους κατάρρευσης της Αλβανίας, στην οποία είχε ξεσπάσει μέχρι και επιδημία χολέρας και η οποία είχε ηλεκτρικό ρεύμα 3-4 ώρες τη μέρα, ναι μπορείς να κάνεις πολιτική! Αμοιβαίως επωφελή! Κι ας ξέρεις ότι δεν θα προλάβεις να δείς αυτό που οραματίστηκες! Ξέρεις όμως ότι αργά ή γρήγορα θα γίνει κι ότι εσύ βοήθησες…
Με το καλημέρα του λοιπόν ως Περιφερειάρχης οργάνωσε ένα δεκαήμερο ταξίδι στο οποίο συμμετείχαν όλοι οι φορείς τής Ηπείρου, δήμαρχοι, νομάρχες, επιμελητήρια, πανεπιστήμιο,ΤΕΙ, επιχειρηματίες κλπ και το οποίο έφτασε μέχρι τα Τϊρανα. Στο ταξίδι αυτό επισκέφθηκε βεβαίως πρώτα τα ελληνικά χωριά, αλλά μερίμνησε η επίσκεψη να μείνει σε τυπικά πλαίσια, ώστε να μην νομίσουν οι Αλβανοί ότι κάνουμε την επίσκεψη για να «σπείρουμε ανέμους». Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού σε κάθε του συνάντηση με Αλβανούς αφού θύμιζε ότι η λέξη μπέσα είναι αλβανική, για να δείξει την εκτίμησή του στούς καταρρέοντες καχύποπτους γείτονες, τούς έπλεκε το εγκώμιο για το πόσο εργατικοί, προσαρμοστικοί και επινοητικοί είναι. Και επειδή πίστευε αυτά που έλεγε, γινόταν και πιστευτός και ο πάγος έσπαγε με θαυμαστό τρόπο. Τούς υποσχέθηκε κάθε δυνατή βοήθεια στο μέτρο των εξουσιών του και το έπραξε ξεκινώντας αμέσως μετά την επιστροφή του και συνεχίζοντας μέχρι την παραίτησή του για λόφους υγείας το 1996. Διοργάνωσε την πρώτη έκθεση Αλβανών ζωγράφων στην Ελλάδα, στα Γιάννινα, και εγκαθίδρυσε στενή επικοινωνία με τον «περιφερειάρχη» Μπερατίου, η οποία επικοινωνία εκτός άλλων συνεισέφερε στο να παρατήσουν οι Αλβανοί τον βασικό τους εθνικό στόχο τότε, την κατασκευή τής Παραεγνατίας.
Όταν ήλθε το συνοριακό πρόγραμμα ίντερεγκ 2, σήκωσε μπαϊράκι στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας (τον καιρό που με ένα τηλεφώνημα του υπουργού σταματούσες να είσαι περιφερειάρχης) και αρνήθηκε να στείλει μία υπηρεσιακή λίστα με 3 τελωνεία και 3 δρόμους, όπως ήταν η διαδικασία.
Αντ’ αυτού, επειδή θεωρούσε το πρόγραμμα αυτό μεγάλη ευκαιρία σύσφιξης των σχέσεων, διέταξε να εκπονηθεί ολόκληρο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα, αντίστοιχο με αυτό που ήταν απαιτητό για τα ΠΕΠ. Και αυτό υπέβαλε! Η πρακτική του αυτή αναγνωρίστηκε έμπρακτα ως best practice από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθώς η ίδια επιβράβευσε την Ήπειρο με δεκαπλάσιους(!!!) πόρους από αυτούς που ζητούσε η υπηρεσιακή λίστα, ενώ από την επόμενη προγραμματική περίοδο θέσπισε ως υποχρεωτική την κατάρτιση Επιχειρησιακού Προγράμματος για συμμετοχή των συνοριακών περιφερειών στα ίντερεγκ 3, 4, 5 κ.ο.κ.! Οι οραματικοί άνθρωποι γράφουν με πολλούς τρόπους Ιστορία…
Και η Ιστορία εδώ γράφτηκε και με άλλους τρόπους, πχ η Παρηγορήτισσα σήμερα (η Αγιά Σοφιά της Ηπείρου) θα ήταν σωρός από πέτρες και κοντά της άλλα 20 τουλάχιστον περίφημα βυζαντινά μνημεία (Κηπίνα, Μολυβδοσκέπαστη, Κόκκινη Εκκλησιά κλπ) . Ήταν τότε που τα κονδύλια από την ΕΕ είχαν κοπεί για αναστηλώσεις και η Ελλάδα δεν είχε λεφτά για τίποτα. Και η αείμνηστη Φραγκίσκα Κεφαλλονίτου, τότε προϊστάμενος Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, ζούσε με τον εφιάλτη ότι από μέρα σε μέρα θα έπεφταν οι σκεπές και ότι “πώς θα ζούσε έχοντας τόσο μαύρη σελίδα στη θητεία της;”.
Ε, το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα για το Ίντερεγκ (αυτό για το οποίο ο Τσιτσιμελής σήκωσε το μπαϊράκι) τής τα βρήκε τα λεφτά! Και σώθηκαν τα μνημεία και στέκονται και κοσμούν τις καμπάνιες τού ΕΟΤ και τις ιστοσελίδες!
Και μαζί τους έγιναν επισκέψιμοι ένα σωρό αρχαιολογικοί χώροι που ήταν μέσα στα φίδια.
Αλλά γιατί η ΕΕ έδωσε λεφτά γι αυτές ειδικά τίς αναστηλώσεις ενώ τα είχε κόψει οριζοντίως;
Διότι το επιχείρημα ήταν ότι υπάρχουν ΚΑΙ στην Ήπειρο μνημεία τού Δεσποτάτου ΚΑΙ στην Αλβανία. Ότι υπάρχουν ΚΑΙ στην Ήπειρο μνημεία των Μολοσσών ΚΑΙ στην Αλβανία. Κι ότι ένα διασυνοριακό πρόγραμμα πρέπει να αναδεικνύει την κοινή πολιτιστική κληρονομιά, ώστε να νιώθουν πιο κοντά οι δύο λαοί. Ήταν έργο που προωθούσε την αρμονική συνύπαρξη, όχι την έχθρα! Και έτσι έγινε η εξαίρεση!
Και το έργο «πολιτιστικά οδοιπορικά Ηπείρου-Αλβανίας» θεωρήθηκε κι αυτό best practice από την Επιτροπή και τα «πολιτιστικά οδοιπορικά» καθιερώθηκαν ως εξόχως επιλέξιμη ενέργεια για όλα τα ίντερεγκ που έχουν ακολουθήσει.
Το κυριότερο όμως αποτέλεσμα τής διορατικότητας και της ευρύτητας πνεύματος του Τσιτσιμελή σε σχέση με τους γείτονες υπήρξε η Ιόνια οδός. Με το όραμα μελλοντικής δημιουργίας της πρωτοήλθε στα Γιάννινα, γνωρίζοντας από πρώτο χέρι πόσο εναντίον τής ιδέας ήταν τόσο οι πολιτικοί και οι γραφειοκράτες της εποχής όσο και ο Αθηναϊκός Τύπος. Σύντομα κατάλαβε ότι αυτό που δεν ήθελαν οι Έλληνες μπορεί να το εκτιμούσαν οι Ευρωπαίοι, εάν επρόκειτο για έργο μεγαλύτερου μεγέθους. Κινήθηκε κοσμοπολίτικα και μέσα από μία ιστορία case study για την εφαρμογή της θεωρίας τού χάους στην πολιτική (ίσως αποτελέσει από μόνη της ένα άρθρο), κατάφερε πρώτα να περιληφθεί ολόκληρη η Αδριατική οδός στις προτεραιότητες της ΕΕ για τον Ευρωπαίκό χώρο, και στη συνέχεια να ενταχθεί η Ιόνια με… ντρίπλα από Ιταλία. Και οι Αλβανοί να αφήσουν την Παραεγνατία για χάρη τής Αδριατικής, καθώς ούτε βλάκες είναι, ούτε μουλαρώνουν όταν καταλάβουν το λάθος τους, όπως κάνουμε εμείς.