Γράφει η Μερόπη Τζούφη*
Τα τελευταία 2 χρόνια ο χώρος της εκπαίδευσης δοκιμάζεται πολλαπλά, πληρώνοντας δυσανάλογα το τίμημα της υγειονομικής κρίσης, της πανδημίας, αλλά και της κυβερνητικής πολιτικής.
Το παρατεταμένο κλείσιμο των σχολείων και πανεπιστημίων, η άρον-άρον και χωρίς πρότερη εμπειρία μετάβαση σε κάποιου είδους ψηφιακή διδασκαλία, ο εγκλεισμός και η έλλειψη κοινωνικοποίησης αποτελούν, σύμφωνα με τηνUNESCO, τα κύρια στοιχεία μιας νέας παγκόσμιας κρίσης. Μιας κρίσης εκπαιδευτικής, γνωσιακής, ψυχοκοινωνικής, με διάχυτες επιπτώσεις μεταξύ των φοιτητών, των μαθητών, αλλά και των εκπαιδευτικών και των οικογενειών.
Οι εκτιμήσεις αυτές επαληθεύτηκαν στο ακέραιο για τη χώρα μας και η εκπαιδευτική κοινότητα είδε, για δύο συνεχείς χρονιές, το ίδιο έργο σε επανάληψη. Τα σχολεία μας παρέμειναν κλειστά για το μεγαλύτερο διάστημα μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς μέτρα υγειονομικής θωράκισης.Το ίδιο και τα Πανεπιστήμια, τα οποία παρέμειναν καθολικά κλειστά για 14 μήνες.
Η αναγκαστική λύση της τηλεκπαίδευσης διεξήχθη με πολλά παιδαγωγικά και τεχνικά προβλήματα, χωρίς προετοιμασία και χωρίς εξοπλισμό για όλους. Επίσης, πραγματοποιήθηκε με αρκετή αδιαφάνεια από την πλευρά του υπουργείου Παιδείας, θέτοντας σε κίνδυνο τα προσωπικά δεδομένα και επιβαρύνοντας οικονομικά το ελληνικό δημόσιο, παρά τις διαβεβαιώσεις για το αντίθετο.
Είναι κοινά αποδεκτό πως το όλο εγχείρημα στηρίχθηκε στην προσπάθεια των εκπαιδευτικών, των μαθητών και των οικογενειών τους. Ο ρόλος του υπουργείου ήταν κυρίως προπαγανδιστικός και «επιτελικός».
Παράλληλα, πληθαίνουν οι αναφορές και οι μελέτες που καταγράφουν αύξηση των κρίσεων πανικού στους μαθητές, έντονο άγχος, αϋπνίες, ήπια ή λιγότερο ήπια συμπτώματα κατάθλιψης. Συμπτώματα που υποδηλώνουν μια συλλογική και γενικευμένη υποβάθμιση της ψυχικής υγείας των παιδιών.
Στο πλαίσιο αυτό, ως οφείλαμε, θέσαμε στο δημόσιο διάλογο στοχευμένες δράσεις για την επιστροφή στην εκπαιδευτική κανονικότητα. Κύριος στόχος, η επιστροφή των μαθητών στο προσκήνιο, ειδικά των παιδιών που ανήκουν στις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες και απειλούνται με κοινωνικό και εκπαιδευτικό αποκλεισμό.
Η δέσμη των προτεινομένων μέτρων περιελάμβανε:
• την άμεση καταγραφή και αποτελεσματική εκτίμηση των μαθησιακών κενών,
• την αναπροσαρμογή της ύλης και πιθανά την αναπροσαρμογή των ωρών διδασκαλίας,
• το σχεδιασμό προγραμμάτων αναπλήρωσης και φροντιστηριακής υποστήριξης, χρησιμοποιώντας όλα τα διαθέσιμα μέσα: τη φυσική διδασκαλία, τα ψηφιακά εργαλεία ή και τον συνδυασμό αυτών.
Η υλοποίηση των μέτρων αυτών προϋπέθετε:
• τη στοχοθετημένη επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και την εμπλοκή ψυχολόγων,
• την ενεργό συμμετοχή των εκπαιδευτικών, των μαθητών και των γονέων,
• την έγκαιρη πρόσληψη επιπλέον προσωπικού,
• τη χρήση διαθέσιμων χρηματοδοτικών εργαλείων και την ανακατεύθυνση διαθέσιμων κονδυλίων προς το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα.
Εκτιμούμε πως ένα τέτοιο πρόγραμμα δεν αποτελεί «πολυτέλεια». Αντίθετα, συνιστά μια κοινωνική και εκπαιδευτική αναγκαιότητα για να μη «χαθεί» μια ολόκληρη γενιά. Είναι, επίσης, κάτι που απαντά ρεαλιστικά και προοδευτικά στο εύλογο ερώτημα που θέτει η κοινωνία για το «τι εκπαίδευση θέλουμε». Στη δική μας περίπτωση, απαντά και στο «τι ήμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε για να την αποκτήσουμε», μάλιστα σε μια περίοδο κρίσης, όξυνσης και αυξημένων αναγκών.
Η διαπίστωση αυτή δεν αφορά μόνο την περίοδο της πανδημίας, αλλά διαμορφώνει και διαμορφώνεται από το συνολικό μας πρόταγμα για ένα δημόσιο, ζωντανό, δημοκρατικό, συμπεριληπτικό εκπαιδευτικό σύστημα που να ενθαρρύνει την αναζήτηση της γνώσης, της υπέρβασης, της ελευθερίας στο λόγο και στη σκέψη.
Είναι ακριβώς το εκπαιδευτικό σύστημα που αγαπούν να μισούν οι πολιτικοί μας αντίπαλοι και η κοινωνική τους βάση, δηλαδή οι επιχειρήσεις. Τα τελευταία δύο χρόνια, η ΝΔ συρρικνώνει τη δημόσια εκπαίδευση, διατηρεί τα κύρια χαρακτηριστικά της μνημονιακής περιόδου: δηλαδή την υποχρηματοδότηση και την υποστελέχωση, υψώνει τείχη και σκηνοθετεί αποκλεισμούς. Παράλληλα, ξηλώνει τις θετικές μεταρρυθμίσεις, όχι μόνον της δικής μας κυβέρνησης, αλλά επιχειρεί να ανατρέψει το δημοκρατικό κεκτημένο της Μεταπολίτευσης. Ενδεικτικά:
Η εφαρμογή της ελάχιστης βάσης εισαγωγής στα Πανεπιστήμια, ο διαφαινόμενος αποκλεισμός του 30% των υποψηφίων, οι συγχωνεύσεις και το κλείσιμο τμημάτων, όπως και η χρηματοδότηση των ΑΕΙ με ιδιωτικοοικονομικά-ανταποδοτικά κριτήρια,αποτελούν μερικές από τις κορυφαίες κυβερνητικές επιλογές που σηματοδοτούν την αλλαγή παραδείγματος.
Επίσης, η ανακατεύθυνση χιλιάδων μαθητών στην πρώιμη, ανήλικη και απλήρωτη μαθητεία όπως και στη φτηνή κατάρτιση φανερώνει τις προθέσεις κυβέρνησης και τις απαιτήσεις σημαντικού μέρους της αγοράς για διεύρυνση της δεξαμενής των εργαζομένων μερικής μόρφωσης, χαμηλής ειδίκευσης και κακής πληρωμής.
Ακόμα, η αντικατάσταση των γνώσεων από δεξιότητες, η επαναφορά της Τράπεζας Θεμάτων και η αύξηση των εξετάσεων, ο εξοβελισμός των καλλιτεχνικών μαθημάτων και η κατάργηση της Κοινωνιολογίας, η πολτοποίηση των νέων βιβλίων Ιστορίας και Θρησκευτικών φανερώνουν το νέο-συντηρητικό και ταυτόχρονα αγοραίο σχέδιο της ΝΔ για το δημόσιο σχολείο.
Την ίδια στιγμή, οι εξυπηρετήσεις και η παράδοση των κλειδιών στα ιδιωτικά συμφέροντα που δραστηριοποιούνται στην εκπαίδευση είναι σκανδαλώδης και προκλητική. Οι ιδιοκτήτες των ιδιωτικών σχολείων πήραν ότι ζήτησαν. Υπαγόρευσαν ολόκληρο νομοσχέδιο, για να αυξήσουν την κερδοφορία τους και την ασυδοσία τους σε βάρος των εκπαιδευτικών.
Παρόμοια, οι ιδιοκτήτες κολεγίων εξασφάλισαν προνομιακές ρυθμίσεις και νυχτερινές τροπολογίες που ποδοπατούν το Άρθρο 16, που αναγνωρίζουν εύκολα και γρήγορα τους τίτλους σπουδών και εξασφαλίζουν επαγγελματικά δικαιώματα, εδραιώνοντας ένα παρασιτικό ιδιωτικό σύστημα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης για όσους δεν καταφέρνουν να περάσουν στο δημόσιο πανεπιστήμιο, αλλά έχουν την οικονομική δυνατότητα να εγγραφούν σε κάποιο κολέγιο.
Πρέπει να ήμαστε ξεκάθαροι. Δεν πρόκειται για νέες ιδέες, για βελτιωτικές κινήσεις που αναβαθμίζουν το σχολείο και την εκπαίδευση, αλλά για αναμάσημα των ιδανικών του νεοφιλελευθερισμού σε παγκόσμιο επίπεδο, ήδη από τη δεκαετία του ’80.Τα αποτελέσματα, όπου εφαρμόστηκαν οι συγκεκριμένες συνταγές, είναι γνωστά. Ανταγωνισμός, ανασφάλεια, φόβος, κυνήγι προσόντων και μορίων, που υπονομεύουν τη συλλογικότητα, την ηρεμία, την αλληλεγγύη και τη συνεργατικότητα στη σχολική ζωή.
Παρόμοια ,η επαναφορά του «επιθεωρητή», οι υπερεξουσίες του διευθυντή, η εξαφάνιση του Συλλόγου Διδασκόντων, η κατηγοριοποίηση των σχολείων και η αναζήτηση πόρων της σχολικής μονάδας εκτός του κρατικού προϋπολογισμού εγκλωβίζουν τα σχολεία σε ένα καθεστώς ετερονομίας και εξάρτησης από την αγορά και τους χορηγούς, παγιώνοντας τις ανισότητες στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα.
Για το λόγο αυτό, έχουμε χρέος να υπερασπιστούμε το δημόσιο, δημοκρατικό σχολείο με όλες μας τις δυνάμεις. Έχουμε θέσεις και εμπειρία, αλλά κυρίως βούληση να παλέψουμε μαζί και προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας, που αγωνιά για το μέλλον των παιδιών της, που αντιμετωπίζει διλήμματα, που τα βγάζει πέρα με δυσκολία και που βλέπει τις εργασιακές σχέσεις να καταρρακώνονται μέρα με τη μέρα.
Χρειάζεται μια προγραμματική αντεπίθεση, ένα εναλλακτικό σχέδιο που θα δώσει και πάλι ελπίδα, στους εργαζόμενους, τη νεολαία και στα πλατιά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, με δημοκρατία και με σεβασμό στις ανάγκες της νέας γενιάς και του περιβάλλοντος.
*Η Μερόπη Τζούφη
είναι βουλευτής
Ιωαννίνων του ΣΥΡΙΖΑ Π.Σ.