Η Ήπειρος δεν αξιοποιεί την καλλιεργήσιμη γη, τα χωράφια εγκαταλείπονται ενώ θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην τοπική οικονομία και στο εισόδημα των ανθρώπων της υπαίθρου. Ταυτόχρονα οι απώλειες σε ζωικό κεφάλαιο και άρα στην παραγωγή γάλακτος και κρέατος είναι μεγάλες τα τελευταία χρόνια, γεγονός που απαιτεί την άμεση λήψη μέτρων και έναν επανασχεδιασμό της παραγωγής, όπως προέκυψε από την πολύ σημαντική και ενδιαφέρουσα επιστημονική ημερίδα με τίτλο “Διέξοδοι στα αδιέξοδα του πρωτογενούς τομέα παραγωγής” που πραγματοποιήθηκε το περασμένο Σάββατο στα Γιάννενα. Διοργανώθηκε από ερευνητικές ομάδες EnviAgriFood, του Eργαστηρίου Υγείας ζώων-Υγιεινής και Ποιότητας Τροφίμων και του Έργου «PLAMINPACK, Φυτικής προέλευσης συσκευασία κυκλικού σχεδιασμού, με αντιμικροβιακές ιδιότητες, για φυτικά προϊόντα», Πρόγραμμα PRIMA (Partnership for Research and Innovation in the Mediterranean Area),» των Τμημάτων Χημείας και Γεωπονίας του Πανεπιστήμιου Ιωαννίνων σε συνεργασία με παραγωγικούς φορείς της Ηπείρου και το «Δίκτυο Πολιτών για την Οικονομία και το Περιβάλλον».
Αναδιάρθρωση του μοντέλου παραγωγής
Ένα ανησυχητικά υψηλό ποσοστό —περίπου 31%— της γεωργικής γης παραμένει ανεκμετάλλευτο στην Ήπειρο, τοποθετώντας την περιοχή ανάμεσα σε εκείνες με τα μεγαλύτερα ποσοστά ακαλλιέργητης γης σε πανελλαδικό επίπεδο.
Το στοιχείο αυτό παρουσίασε ο Πρύτανης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Σπύρος Κίντζιος, κατά τη διάρκειατης ημερίδας. Αν και η συνεισφορά της πρωτογενούς παραγωγής στο εθνικό ΑΕΠ έχει μειωθεί σημαντικά, η γεωργία εξακολουθεί να αποτελεί έναν από τους βασικούς άξονες της οικονομίας, προσφέροντας εργασία στο 75% των απασχολουμένων στον αγροτικό τομέα και στηρίζοντας πάνω από 600.000 νοικοκυριά.
Στην Ήπειρο, όπου η αγροτική δραστηριότητα αποτελεί διαχρονικά βασικό μέρος της οικονομικής ζωής, η σημασία της γεωργίας παραμένει ζωτική, παρά τα αυξανόμενα εμπόδια.
Ο κ. Κίντζιος επικέντρωσε σε μια σειρά από διαρθρωτικά προβλήματα, όπως το υψηλό κόστος παραγωγής, η στασιμότητα των αγροτικών εισοδημάτων, η γήρανση των παραγωγών, καθώς και οι ελλείψεις σε υποδομές και εκπαίδευση. Αυτά τα ζητήματα οδηγούν ολοένα και περισσότερους αγρότες στην εγκατάλειψη των καλλιεργειών τους.
Η σημαντική υποχώρηση της γεωργικής γης, που στην Ήπειρο φτάνει το 31%, υποδεικνύει την ανάγκη για ριζική αναδιάρθρωση του μοντέλου παραγωγής. Η κατεύθυνση φαίνεται να αλλάζει, με την έμφαση να μετατοπίζεται σε σύγχρονες, εντατικές καλλιέργειες και μονάδες, όπως τα θερμοκήπια και η κτηνοτροφία, σε βάρος πιο παραδοσιακών καλλιεργειών, όπως τα αμπέλια.
Στο τραπέζι της συζήτησης βρέθηκαν και οι προκλήσεις που προκύπτουν από τις εξελίξεις στην ευρωπαϊκή αγροτική πολιτική, όπως η ενδεχόμενη μείωση των ενισχύσεων και ο αυξανόμενος ανταγωνισμός από φτηνά εισαγόμενα προϊόντα από τρίτες χώρες, που περιορίζουν τη θέση των εγχώριων παραγωγών στην αγορά.
Ο Πρύτανης τόνισε την ανάγκη για ενίσχυση της τοπικής μεταποίησης, που θα αυξήσει την αξία των τοπικών προϊόντων και θα ενισχύσει τη διασύνδεσή τους με τον τουρισμό και τη γαστρονομία. Η ανάδειξη των μοναδικών χαρακτηριστικών της Ηπείρου μπορεί να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης.
Παράλληλα, υπογραμμίστηκε η ανάγκη ενίσχυσης των συνεταιρισμών, καθώς μόλις το 8% των παραγωγών συμμετέχουν σε συλλογικά σχήματα, ποσοστό που υπολείπεται αισθητά του ευρωπαϊκού μέσου όρου (48%). Η συλλογική οργάνωση μπορεί να προσφέρει καλύτερη πρόσβαση στις αγορές και μεγαλύτερη διαπραγματευτική ισχύ.
Η συμβολή της επιστημονικής κοινότητας, ιδιαίτερα των γεωπονικών ιδρυμάτων, θεωρείται καθοριστική για τον εκσυγχρονισμό της γεωργίας. Η έρευνα, η εφαρμογή νέων τεχνολογιών και η εκπαίδευση των παραγωγών αποτελούν κρίσιμους παράγοντες για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της βιωσιμότητας του τομέα.
Τονίστηκε επίσης η ανάγκη να θεσπιστούν αυστηρότερα πρότυπα ποιότητας και πιστοποίησης, ώστε τα προϊόντα της Ηπείρου να αποκτήσουν μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα και να ενισχυθεί η θέση τους στην ελληνική και διεθνή αγορά.
Μειώσεις σε γάλα και κρέας
Καθοριστικής σημασίας υπήρξε και η παρέμβαση του Γιάννη Σκούφου, καθηγητή του Τμήματος Γεωπονίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Ο κ. Σκούφος κατέθεσε εμπεριστατωμένες παρατηρήσεις και προτάσεις, προχωρώντας ακόμη και σε συγκρίσεις με το παρελθόν: χαρακτήρισε την Ήπειρο «μικρή Ολλανδία», που όμως σήμερα έχει υποστεί δραματική αποδυνάμωση στον τομέα της κτηνοτροφίας.
Μεταξύ 2020 και 2024, η παραγωγή πρόβειου γάλακτος στην Ήπειρο μειώθηκε κατά 8.000 τόνους, (από 56.000 σε 48.000 τόνους) ενώ 1.000 κτηνοτρόφοι εγκατέλειψαν την παραγωγή — αριθμός ίσος με το σύνολο των απωλειών στην υπόλοιπη Ελλάδα. Η παραγωγή χοιρινού μειώθηκε κατά 1,2 εκατομμύρια κιλά. Όπως επεσήμανε ο καθηγητής, αυτά τα στοιχεία σηματοδοτούν την ανάγκη για ριζική αναδιοργάνωση.
Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στο γεγονός ότι η Ελλάδα έχει σχεδόν εξαφανίσει τους αυτόχθονους γενετικούς της πόρους. Το 2023 εισήχθησαν 1.600.000 ζώα ξένων φυλών, ενώ η διαφοροποίηση και ποιότητα του τοπικού προϊόντος, όπως το γάλα από Καλλαρύτικο πρόβατο με υψηλό μικροβίωμα, δεν αποτυπώνεται στις τιμές. Όλα «ισοπεδώνονται στους μέσους όρους», όπως δήλωσε καυστικά.
Ο κ. Σκούφος παρουσίασε ένα σχέδιο αξιοποίησης των 5 εκατομμυρίων στρεμμάτων βοσκοτόπων στην Ήπειρο, που μπορούν να αποδώσουν έως 750 εκατομμύρια ευρώ με ορθολογική και αειφορική διαχείριση. Αυτό το δυναμικό θα μπορούσε να υποστηρίξει έως και 1.100.000 βιολογικά πρόβατα, έναντι των 650.000 που υπάρχουν σήμερα.
Πρότεινε τη δημιουργία Κέντρου Καινοτομίας Κρέατος στην Άρτα για την ενίσχυση της παραγωγής και των εξαγωγών. Παράλληλα, μίλησε για μετακινούμενα σφαγεία, παραδοσιακά τυροκομεία, νέες πρωτεΐνες, καλλιέργεια οσπρίων και αξιοποίηση θαλάσσιων φυτών ως βιώσιμες στρατηγικές.