Η Ελληνική Επανάσταση δεν ήταν μόνο ανδρική υπόθεση. Την ίδια στιγμή που οι άνδρες αγωνιστές έδιναν μάχες στα πεδία συγκρούσεων, οι γυναίκες ήταν παρούσες βοηθώντας στην μεταφορά πολεμοφοδίων, είτε συμβάλλοντας στις πολιορκίες των κάστρων, είτε κρατώντας την οικογένεια. Δηλαδή, εμφανίζονται να επιτελούν το βασικό κοινωνικό ρόλο σε μια παραδοσιακή αγροτική κοινωνία, που είναι η γυναίκα να είναι σύζυγος και μητέρα ταυτόχρονα. Οι γυναίκες βρίσκονται σε μια νέα πραγματικότητα γιατί από τη μια κουβαλούν την παραδοσιακή λογική, τις αρχαϊκές νοοτροπίες και τις συμπεριφορές και την ίδια στιγμή εμφανίζονται με καινούργιους ρόλους και έρχονται στο προσκήνιο πολλές ανώνυμες γυναίκες, αλλά και οι πιο διάσημες γυναίκες της Ελληνικής Επανάστασης όπως η Μπουμπουλίνα, η Μαντώ Μαυρογένους και η Ευανθία Καΐρη. Η νέα πραγματικότητα είναι οι καταναγκασμοί της παραδοσιακής κοινωνίας που τις καθηλώνει στο σπίτι και ο κοινωνικός ριζοσπαστισμός της Επανάστασης που θέτει νέα ζητήματα και δίνει δυνατότητες χειραφέτησης. Βέβαια οι γυναίκες αυτές αποτελούν την εξαίρεση στον κανόνα, προέρχονται από συγκεκριμένα αστικά εύπορα περιβάλλοντα, έχουν τη δυνατότητα στη μόρφωση και την ίδια στιγμή όλα αυτά τα πλεονεκτήματα τους δίνουν τη δυνατότητα περισσότερων επιλογών στην καθημερινή ζωή του απελευθερωτικού αγώνα.
Στα Προεπαναστατικά χρόνια εντοπίζονται σημαντικές διαφορές μεταξύ των γυναικών της νησιωτικής και της ηπειρωτικής ελληνικής επικράτειας όσον αφορά τον τρόπο ζωής τους και αυτό γιατί οι νησιώτισσες καταρχάς λόγω των εμπορικών επαφών με τη Δύση και την επαφή τους με τις ιδέες του Διαφωτισμού, ήταν λίγο πιο χειραφετημένες. Γι’ αυτό είτε ηγήθηκαν οι ίδιες του στόλου τους, όπως η Μπουμπουλίνα και η Θρακιώτισσα Δόμνα Βισβίζη, είτε χρηματοδοτούσαν, λόγω της αρχοντικής τους καταγωγής, την επανάσταση (όπως η Μαντώ), για τη ναυπήγηση νέων πλοίων, αλλά και για τη συντήρηση των πληρωμάτων τους, γιατί οι ναύτες ήταν έμμισθοι. Οι γυναίκες της ηπειρωτικής Ελλάδος και κυρίως οι Πελοποννήσιες, αλλά και της Ρούμελης, λόγω των συντηρητικών, παραδοσιακών και κλειστών οικογενειακών σχέσεων στους τόπους τους, περιορίζονταν στα του οίκου τους. Ασχολούνταν με το σπίτι, το χωράφι και τα ζώα του σπιτιού, αν υπήρχαν, και ήταν σε υποδεέστερη θέση από τους συζύγους τους. Βέβαια και αυτές με τη σειρά τους συνέβαλαν από το δικό τους μετερίζι στην προσπάθεια των συζύγων, των γιών, των αδελφών και των πατεράδων τους προσφέροντας πολύτιμη βοήθεια στην πολεμική προετοιμασία, στον ανεφοδιασμό του στρατεύματος, αλλά και στην περίθαλψη των τραυματιών.
Συμπερασματικά οι περισσότερες γυναίκες δεν είχαν ούτε επιτελικό, ούτε ενεργό ρόλο, αλλά σε κάποιες περιοχές (Σούλι, Μάνη) κάποιες γυναίκες ήταν πιο έτοιμες, άμα χρειαζόταν στη δύσκολη στιγμή να πάρουν το όπλο, (γιατί από τη φύση τους αυτές ήταν πολεμικές κοινωνίες), όμως ποτέ τακτικά, στην ύστατη μόνο στιγμή, στο μεγάλο κίνδυνο. Ο πόλεμος κυρίως ήταν ανδρική δουλειά.
Όταν όμως υπήρχαν ήττες και η άμυνα των Ελλήνων κάμπτονταν, τότε οι γυναίκες (περισσότερο από τους άνδρες) ζούσαν τους εξανδραποδισμούς και τα σκλαβοπάζαρα των νεαρών Ελληνίδων γυναικών, τη φρίκης της σκλαβοποίησης από τους Τούρκους και τη βίαιη αλλαγή θρησκεύματος.
Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα Πινότση
Η Λασκαρίνα “Μπουμπουλίνα” Πινότση ήταν Ελληνίδα ηρωίδα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, ίσως κι η σημαντικότερη.
Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα είχε καταγωγή από την ‘Υδρα. Γεννήθηκε μέσα στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου 1771, όταν η μητέρα της επισκέφτηκε τον σύζυγό της, Σταυριανό Πινότση, τον οποίο είχαν φυλακίσει οι Οθωμανοί για τη συμμετοχή του στα Ορλωφικά.
Παντρεύτηκε δυο φορές, στην ηλικία των 17 με τον Σπετσιώτη Δημήτριο Γιάννουζα και στην ηλικία των 30 ετών με τον Σπετσιώτη πλοιοκτήτη και πλοίαρχο Δημήτριο Μπούμπουλη. Και οι δυο σκοτώθηκαν από Αλγερινούς πειρατές. Της άφησαν, ωστόσο, μια τεράστια περιουσία, την οποία ξόδεψε εξ ολοκλήρου για να αγοράσει καράβια και εξοπλισμό για την Ελληνική Επανάσταση. Όταν η Μπουμπουλίνα έγινε χήρα για δεύτερη φορά, είχε έξι παιδιά. Είχε όμως τεράστια περιουσία την οποία είχε κληρονομήσει από τους συζύγους της, έχοντας υπό την κατοχή της πλοία, γη και χρήματα (τα μετρητά που είχε κληρονομήσει από τον Μπούμπουλη). Κατάφερε να αυξήσει την περιουσία της με σωστή διαχείριση και εμπορικές δραστηριότητες.
Αρχικά έγινε συνέταιρος σε αρκετά πλοία ενώ αργότερα κατασκεύασε τρία δικά της, το ένα από τα οποία με το όνομα Αγαμέμνων πήρε μέρος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, μήκους 48 πήχεων και έχοντας 18 κανόνια, η ναυπήγηση του οποίου κόστισε 75.000 τάλαρα.
Η Μπουμπουλίνα, έχοντας γίνει ήδη μέλος της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη, που προετοίμαζε την ελληνική επανάσταση, και όντας η μόνη γυναίκα που μυήθηκε σε αυτή, στον κατώτερο βαθμό μύησης αφού οι γυναίκες δεν γίνονταν δεκτές, καθώς γυρνούσε στις Σπέτσες, αγόραζε μυστικά όπλα και πολεμοφόδια από τα ξένα λιμάνια, τα οποία μετά έκρυψε στο σπίτι της, ενώ ξεκίνησε την κατασκευή του πλοίου Αγαμέμνων, της ναυαρχίδας της, η οποία ολοκληρώθηκε το 1820.
Η Μαντώ Μαυρογένους
Η Μαντώ Μαυρογένους ήταν Ελληνίδα αγωνίστρια της Ελληνικής επανάστασης του 1821. Για την συνολική της προσφορά στον αγώνα, τιμήθηκε με τον βαθμό της Aντιστρατήγου. Καταγόταν από ελληνική οικογένεια της Ρουμανίας.
Με την έναρξη της Επανάστασης, η Μαντώ πήγε στην Μύκονο και ξεσήκωσε τους κατοίκους εναντίον των Τούρκων. Με πλοία εξοπλισμένα με δικά της έξοδα, καταδίωξε διακόσιους Αλγερινούς που λυμαινόταν τις Κυκλάδες και αργότερα πολέμησε στη Κάρυστο, στη Φθιώτιδα και στη Λιβαδειά. Κάτοχος της γαλλικής γλώσσας, συνέταξε συγκινητική έκκληση προς τις γυναίκες της Γαλλίας, ζητώντας τη συμπαράστασή τους στον πληθυσμό της Ελλάδας. Για τον Αγώνα διέθεσε όλη της την περιουσία. Για τη συνολική δραστηριότητά της ο Ιωάννης Καποδίστριας της απένειμε -τιμή μοναδική σε γυναίκα- το αξίωμα του επίτιμου Aντιστράτηγου και της παραχώρησε κεντρικό σπίτι στο Ναύπλιο. Επίσης εκτός από τη Γαλλική, μιλούσε άπταιστα την Ιταλική, αλλά και την Τουρκική γλώσσα.
Αξίζει να σημειωθεί πως η περίφημη Μαυρογένους, που ηγήθηκε σε σημαντικές εκστρατείες, πέθανε σε καθεστώς απόλυτης ένδειας, αφού διέθεσε ολόκληρη την περιουσία της για την Επανάσταση. Η γυναίκα, που ο Καποδίστριας ονόμασε επίτιμο Aντιστράτηγο, κατά τη διήγηση του φιλέλληνα Περιβιάνο Τζεκίνι, «…περιέπεσεν εις εσχάτην πενίαν, σκληρώς λησμονηθείσα και εγκαταλειφθείσα υπό πάντων».
Μετά την Επανάσταση, καταδιωκόμενη από τον Ιωάννη Κωλέττη (ο οποίος συμμετείχε και στην Α’ Εθνοσυνέλευση που έγινε το Δεκέμβριο του 1821 στην Επίδαυρο), ξαναγύρισε στη Μύκονο και τον Ιούλιο του 1840 πέθανε στην Πάρο φτωχή και λησμονημένη.
Συνολικά, πάντως, η συνεισφορά των γυναικών στην ελληνική επανάσταση του 1821 δεν έχει αναδειχθεί σε όλο της το φάσμα μέσα από τη σύγχρονη ιστορία, παρότι τα δημοτικά τραγούδια, οι μαρτυρίες περιηγητών της εποχής και πολλά εικαστικά έργα αναδεικνύουν διαχρονικά το σημαντικότατο ρόλο τους σε όλη τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα.
- Γράφει η Έλενα Σταύρου, Δικηγόρος, Σπουδάστρια στο Τμήμα Δημοσιογραφίας, Συντακτών και Ρεπόρτερ του Δημοσίου ΙΕΚ Ιωαννίνων.